- αἶρ'
- αἶρε , αἴρωattachpres imperat act 2nd sgαἶρε , αἴρωattachimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)αἶραι , αἶραhammerfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nestor's Cup — The Nestor s cup from Mycenae The term Cup of Nestor or Nestor s Cup can refer to: A golden mixing cup, described in Homer s Iliad, belonging to Nestor, the king of Pylos. A golden goblet, found at Mycenae, which the excavator … Wikipedia
Coupe de Nestor (Pithécusses) — Pour les articles homonymes, voir Coupe de Nestor. La Coupe de Nestor de Pithécusses Le vase appelé Coupe de Nestor est une cotyle trouvé en 1954 lors de fouilles sur … Wikipédia en Français
ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… … Dictionary of Greek
δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] … Dictionary of Greek
ρεσί — το, Ν άκλ. μουσ. 1. ενόργανο σόλο με πολυποίκιλο χαρακτήρα 2. ένα από τα πληκτρολόγια τού γαλλικού εκκλησιαστικού οργάνου 3. αίρ για σόλο φωνή με ύφος απαγγελτικό, διαδεδομένο στη Γαλλία κατά τον 17ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. recit < reciter… … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… … Dictionary of Greek
Στσεντρίν — Όνομα τριών Ρώσων καλλιτεχνών. 1. Σεμιόν Φιοντόροβιτς. Ζωγράφος τοπιογράφος (1745 1804). Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης και στην Ιταλία. Τα τοπία του είναι διαποτισμένα με λεπτή ευαισθησία μπροστά στην ομορφιά της φύσης,… … Dictionary of Greek